ὄλβος

ὄλβος
ὄλβος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)
1 prosperity esp. material prosperity.

ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56

ὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν O. 2.22

θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ O. 2.36

ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει O. 5.23

ὄλβος ἅμ' ἕσπετο O. 6.72

μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων O. 6.97

εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.26

λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105

ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβονP. 4.141 σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ (Hermann: περ ἀκτῖνας ὄλβου/ -ῳ/-ον codd.) P. 4.255

σὲ δ' πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται P. 5.14

ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55

μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν P. 5.102

ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29

τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα (Tricl.: μακρ. σὺν ὄλβῳ codd.) P. 11.53

εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19

Θεαρίων, τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι N. 7.58

σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45

ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος Zeus N. 10.13

εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13

ζώει δὲ μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων I. 3.5

νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει (sc. Ἡρακλέης) I. 4.58 δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ edd. plerique) I. 5.12 ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς

ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.12

τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον, ὄλ[βον] ἐγκατέθηκαν Pae. 2.60

σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.133

ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας Pae. 9.9

παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. . . εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὄλβος — happiness masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλβος — ο (ΑΜ ὄλβος) 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ) 2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερία αρχ. φρόνηση («ὄλβος… …   Dictionary of Greek

  • ὄλβω — ὄλβος happiness masc nom/voc/acc dual ὄλβος happiness masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβε — ὄλβος happiness masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβοιο — ὄλβος happiness masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβοις — ὄλβος happiness masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβοισι — ὄλβος happiness masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβον — ὄλβος happiness masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβου — ὄλβος happiness masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβους — ὄλβος happiness masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβων — ὄλβος happiness masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”